εισμόπληκτος

εισμόπληκτος
-η, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποστεί ζημιές και καταστροφές από σεισμό
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τόπου που έχει πληγεί από σεισμό
3. (για τόπο) αυτός που πλήττεται συχνά από σεισμούς («σεισμόπληκτες περιοχές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. κεραυνό-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”